αλωνίστρα: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγρός]], [[μέσα]] στον οποίο βρίσκεται [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] [[μέσα]] στο [[αλώνι]], όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το [[αλώνισμα]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[γύρω]] από το [[αλώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλωνίζω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τρα</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγρός]], [[μέσα]] στον οποίο βρίσκεται [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] [[μέσα]] στο [[αλώνι]], όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το [[αλώνισμα]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[γύρω]] από το [[αλώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλωνίζω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τρα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι
2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα
3. χώρος γύρω από το αλώνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].