αλυσκάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλυσκάζω]] (Α)<br />(επική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] να διαφύγω<br /><b>3.</b> [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του ρ. <i>ἄλύσκω</i>].
|mltxt=[[ἀλυσκάζω]] (Α)<br />(επική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] να διαφύγω<br /><b>3.</b> [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του ρ. <i>ἄλύσκω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλυσκάζω (Α)
(επική λέξη)
1. αποφεύγω, διαφεύγω
2. επιχειρώ να διαφύγω
3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].