ἐπεξεργασία: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] ἡ, Ueberarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] ἡ, Überarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:59, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξεργᾰσία Medium diacritics: ἐπεξεργασία Low diacritics: επεξεργασία Capitals: ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: epexergasía Transliteration B: epexergasia Transliteration C: epeksergasia Beta Code: e)pecergasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A investigation, Ptol.Tetr.117; elaboration, Eustr.in EN135.16, Sch.Il.11.226; carrying into effect of a law, Just. Nov.99Pr.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, Überarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξεργασία: ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.

Greek Monolingual

η (AM ἐπεξεργασία) επεξεργάζομαι
προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφήεπεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.)
νεοελλ.
σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη
μσν.
η εφαρμογή του νόμου
αρχ.
εξέταση, έρευνα.