διαφάνεια: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diafaneia | |Transliteration C=diafaneia | ||
|Beta Code=diafa/neia | |Beta Code=diafa/neia | ||
|Definition=[φᾰ], ἡ, <span class="sense"> | |Definition=[φᾰ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[transparency]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>110d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:35, 30 December 2020
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ, A transparency, Pl.Phd.110d.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, Durchscheinen, Durchsichtigkeit, von Steinen, Plat. Phaed. 110 d.
Greek (Liddell-Scott)
διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, ἡ ἰδιότης τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transparence.
Étymologie: διαφανής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
transparencia τὰ ὄρη ... καὶ τοὺς λίθους ἔχειν ... τήν τε λειότητα καὶ τὴν διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα καλλίω Pl.Phd.110d, τὸν δ' ἄλλον οὐρανὸν ... μὴ ὁρᾶσθαι ... διαφανείᾳ οὐκ ἀντιτύπῳ que el resto del cielo no se ve a causa de una transparencia que no presenta resistencia Plot.2.1.7, cf. Alex.Aphr.de An.45.10, in Sens.49.5, τοῦ ὑέλου Gp.5.7.2, ἡ δ. τοῦ ... χιτῶνος Paul.Aeg.6.21.2, ἡ τοῦ αἰσθητηρίου δ. Alex.Aphr.in Mete.148.16, ἡ δ. τοῦ ἀέρος Mich.in PA 40.17, Sophon.in de An.27.1, cf. Anon.Hier.Luc.1.40.
Greek Monolingual
η (ΑΝ)
η ιδιότητα του διαφανούς
νεοελλ.
η ιδιότητα κάποιων σωμάτων να επιτρέπουν τη δίοδο του φωτός, ώστε να φαίνονται τα αντικείμενα που υπάρχουν πίσω από αυτά
2. μτφ. διαφάνεια λόγων, πράξεων
λόγοι ή πράξεις που δεν έχουν μυστικό χαρακτήρα, αλλά λέγονται ή πράττονται φανερά, υπό το φως της δημοσιότητας
3. φυσ. στην Οπτική το πηλίκο ζ / ζο, όπου ζο είναι η ένταση της φωτεινής δέσμης και ζ η ένταση της φωτεινής δέσμης αφού πέρασε από τη διαφανή επιφάνεια
4. (οικον.) η καθαρότητα της αγοράς του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπου κάθε πράξη είναι εμφανής και γίνεται άμεσα αντιληπτή στον καθένα.
Greek Monotonic
διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, διαύγεια, καθαρότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαφάνεια: (φᾰ) ἡ яркость, блеск или прозрачность (τελειότης καὶ δ. Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαφάνεια -ας, ἡ [διαφαίνω] doorzichtigheid.
Middle Liddell
n = διάφασις [from διαφᾰνής]
transparency, Plat.