καλόπους: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalopous | |Transliteration C=kalopous | ||
|Beta Code=kalo/pous | |Beta Code=kalo/pous | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[καλάπους]].</span><br /><span class="bld">κᾰλό-πους</span>, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with beautiful feet]], Suid.: but</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A v. καλάπους.
κᾰλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with beautiful feet, Suid.: but
German (Pape)
[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.
Greek Monolingual
(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ-πους, ωκύ-πους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].
Russian (Dvoretsky)
κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.