κανηφορία: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaniforia | |Transliteration C=kaniforia | ||
|Beta Code=kanhfori/a | |Beta Code=kanhfori/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[office of]] [[κανηφόρος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hipparch.</span>229c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.
German (Pape)
[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.
Greek Monolingual
κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.
Greek Monotonic
κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.
Middle Liddell
κᾰνηφορία, ἡ,
the office of κανηφόρος, Plat. [from κᾰνηφόρος]