λύγη: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lygi | |Transliteration C=lygi | ||
|Beta Code=lu/gh | |Beta Code=lu/gh | ||
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ἡ</b>, <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">ῡ], ἡ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[twilight]], <span class="bibl">App.<span class="title">Ill.</span>25</span>, cf. Suid., <span class="bibl">Eust.689.18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:13, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, A twilight, App.Ill.25, cf. Suid., Eust.689.18.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsterniß, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. σκοτία; Tim. Lez. Plat. σκιά, ἀπόκρυψις, wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in ἠλύγη u. abgeleiteten vorzukommen.)
Greek (Liddell-Scott)
λύγη: ἡ, σκιόφως, λυκόφως, μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λ. ἠλύγη, ἠλυγάζω, ἐπηλυγάζω, ἀλλὰ πιθανῶς οὐδαμοῦ ἐν χρήσει· διότι ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *λύκη, Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming σκιόφως πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. λυκόφως).
Greek Monolingual
λύγη, ἡ (Α)
σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ἠλύγη έχει το υ βραχύ, ενώ ο τ. λύγη μακρό (πρβλ. ἠλύγη, λυγαῖος)].