παντέλεια: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panteleia
|Transliteration C=panteleia
|Beta Code=pante/leia
|Beta Code=pante/leia
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consummation]], ἡ π. τῆς καταφθορᾶς <span class="bibl">Plb.1.48.9</span>; π. ἀρετῆς <span class="bibl">Ph.1.38</span>; <b class="b3">πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν</b> prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; <b class="b3">εἰς π. διδαχθῆναι</b>, opp. <b class="b3">εἰς τύπωσιν</b>, Phld. <span class="title">Rh.</span>2.34S.; <b class="b3">τριετηρικὴ π</b>., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. <span class="title">IG</span> 3.77. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[παντέλεια]] was a Pythagorean name of the number [[ten]], Theol.Ar.63.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consummation]], ἡ π. τῆς καταφθορᾶς <span class="bibl">Plb.1.48.9</span>; π. ἀρετῆς <span class="bibl">Ph.1.38</span>; <b class="b3">πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν</b> prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; <b class="b3">εἰς π. διδαχθῆναι</b>, opp. <b class="b3">εἰς τύπωσιν</b>, Phld. <span class="title">Rh.</span>2.34S.; <b class="b3">τριετηρικὴ π</b>., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. <span class="title">IG</span> 3.77. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[παντέλεια]] was a Pythagorean name of the number [[ten]], Theol.Ar.63.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλεια Medium diacritics: παντέλεια Low diacritics: παντέλεια Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: pantéleia Transliteration B: panteleia Transliteration C: panteleia Beta Code: pante/leia

English (LSJ)

ἡ, A consummation, ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9; π. ἀρετῆς Ph.1.38; πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Phld. Rh.2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. IG 3.77. II παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, Theol.Ar.63.

German (Pape)

[Seite 463] ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφθορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλεια: ἡ, ἡ παντελὴς τελειότης, τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾶς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων .. ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἄχρειωθῆναι Πολύβ. 1. 48, 9· π. τῶν ἀγαθῶν, ἐπὶ τῆς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, Πλούτ. 2. 1061Ε, Κλήμ. Ἀλ. 498 τριετηρικὴ π., ἐπὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων, Πλούτ. 2. 671D. ΙΙ. παντέλεια ἦτο πυθαγόρειον ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ δέκα, Θεολ. Ἀριθμ. 63· καλεῖται καὶ παντελὴς ἀριθμὸς ὑπὸ τοῦ Φιλολάου ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· παντέλειος παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 782.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
achèvement, fin ; le dernier terme de l’initiation aux mystères ; ἡ τριετηρικὴ παντέλεια PLUT l’accomplissement triennal des grands mystères.
Étymologie: παντελής.

Greek Monolingual

ἡ, Α παντελής
1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾱς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀχρειωθῆναι», Πολ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός δέκα.

Greek Monotonic

παντέλεια: ἡ, ολοκλήρωση, τελειοποίηση, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παντέλεια:
1) доведение до конца, довершение (τῆς διαφθορᾶς Polyb.);
2) доведение до совершенства, завершение, высшая ступень (τῶν ἀγαθῶν Plut.): ἡ τριετηρικὴ π. Plut. трехгодичное завершение, т. е. великие мистерии;
3) (у пифагорейцев) число десять, десятерица (как символ совершенства).

Middle Liddell

παντέλεια, ἡ,
consummation, Polyb. [from παντελής