φαωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faotos
|Transliteration C=faotos
|Beta Code=fawto/s
|Beta Code=fawto/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φαιός]], [[χλαῖνα]] <span class="title">Schwyzer</span> 323 <span class="title">C</span>24 (Delph., iv B.C.).</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φαιός]], [[χλαῖνα]] <span class="title">Schwyzer</span> 323 <span class="title">C</span>24 (Delph., iv B.C.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[λευκόφαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. [[φαιός]] μέσω</i> ενός αμάρτυρου ρ. <i>φαιῶ</i> / -<i>όω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπο</i>-<i>φαιῶ</i>) με [[υφαίρεση]] του -<i>ι</i>- ([[φαωτός]] [[αντί]] <i>φαιωτός</i>) [[προς]] [[αποφυγή]] της χασμωδίας].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[λευκόφαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. [[φαιός]] μέσω</i> ενός αμάρτυρου ρ. <i>φαιῶ</i> / -<i>όω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπο</i>-<i>φαιῶ</i>) με [[υφαίρεση]] του -<i>ι</i>- ([[φαωτός]] [[αντί]] <i>φαιωτός</i>) [[προς]] [[αποφυγή]] της χασμωδίας].
}}
}}

Revision as of 13:50, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαωτός Medium diacritics: φαωτός Low diacritics: φαωτός Capitals: ΦΑΩΤΟΣ
Transliteration A: phaōtós Transliteration B: phaōtos Transliteration C: faotos Beta Code: fawto/s

English (LSJ)

ά, όν, A = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑπο-φαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].