ἀκατάβλητος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatavlitos | |Transliteration C=akatavlitos | ||
|Beta Code=a)kata/blhtos | |Beta Code=a)kata/blhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[irrefragable]], λόγος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1229</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not to be thrown down]], [[πύργοι]] Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:00, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229. II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: ἀ, καταβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido derribado o abatidode un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
•inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».
Greek Monotonic
ἀκατάβλητος: -ον (καταβάλλω), αυτός που δεν ανατρέπεται, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αδιάψευστος, ακατάρριπτος, αναντίρρητος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάβλητος: неопровержимый, неотразимый (λόγος Arph.).
Middle Liddell
καταβάλλω
not to be overthrown, irrefragable, Ar.