ἔδεσμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=edesma | |Transliteration C=edesma | ||
|Beta Code=e)/desma | |Beta Code=e)/desma | ||
|Definition=ατος, τό, (ἔδω) <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, (ἔδω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[meat]], [[food]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>73a</span>, <span class="bibl">Antiph.26.10</span>: pl., [[eatables]], [[meats]], <span class="bibl">Batr.31</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>1.23</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>559b</span>, <span class="bibl">Antiph.82.1</span>, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>1.55</span>: metaph., οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1406a19</span>:—Dim. ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>41</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 1 January 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (ἔδω) A meat, food, Pl.Ti.73a, Antiph.26.10: pl., eatables, meats, Batr.31, X.Hier.1.23, Pl.R.559b, Antiph.82.1, Porph. Abst.1.55: metaph., οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19:—Dim. ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad Hes.Op.41.
German (Pape)
[Seite 715] τό, die Speise, das Essen, Plat. Tim. 73 a; Isocr. 8, 109; Antiphan. Ath. III, 127 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔδεσμα: τό, (ἔδω), φαγητόν, τροφή, Πλάτ. Τίμ. 73Α, Ἀντιφ. ἐν «Ἁλιευομένῃ», 1. 10· πληθ., ἐδώδιμα, «φαγώσιμα», Βατραχομ. 31, Πλάτ. Πολ. 559Β: - ὑποκορ. ἐδεσμάτιον, τό, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture, aliment, mets.
Étymologie: ἔδω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. αἴδ- Tit.Bost.Man.M.18.1153C
comida, alimento τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα Hp.Morb.Sacr.1.23, cf. 1.12, κοῦφον ... ἔ. Hp.Aff.52, cf. Int.31, Isoc.8.109, X.Hier.1.23, Antiph.27.10, πῶμα ἔδεσμα τε Pl.Ti.73a, ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμία Pl.R.559b, ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων Antiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, Batr.(a) 31, Arist.HA 522a4, ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασιν Arist.EE 1238a23, πῖον ἔ. Call.Dian.148, cf. Archestr.SHell.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.Tim.6, Luc.Vit.Auct.19, ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματι I.AI 1.43, (ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ βοήθημα ἢ τὸ ἔ. Anon.Prol.27.59, cf. Herm.Mand.5.2.2, Vett.Val.331.22, Orac.Sib.5.469, βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματα Manes 81.1, λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοι Tit.Bost.l.c.
Greek Monolingual
το (AM ἔδεσμα)
1. φαγητό, τροφή
2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα
μσν.
(στα μοναστήρια) προσφάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε -μα από το θ. του αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι του έδω. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος έδμα].
Greek Monotonic
ἔδεσμα: -ατος, τό (ἔδω), τροφή, φαγητό· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔδεσμα: ατος τό тж. pl. еда, пища Batr., Isocr. etc.