εὐέκτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέκτης''': -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, [[εὔρωστος]], ἀντίθετον τῷ [[καχέκτης]], Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.
|lstext='''εὐέκτης''': -ου, ὁ, ([[ἔχω]]) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, [[εὔρωστος]], ἀντίθετον τῷ [[καχέκτης]], Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:50, 2 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέκτης Medium diacritics: εὐέκτης Low diacritics: ευέκτης Capitals: ΕΥΕΚΤΗΣ
Transliteration A: euéktēs Transliteration B: euektēs Transliteration C: evektis Beta Code: eu)e/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἔχὠ A of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as Adj., ἀθληταί Ph.1.583.

German (Pape)

[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.

Greek Monolingual

εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχ-έκτης, πλεον-έκτης].

Russian (Dvoretsky)

εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.