σκανδάλη: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skandali | |Transliteration C=skandali | ||
|Beta Code=skanda/lh | |Beta Code=skanda/lh | ||
|Definition=[ | |Definition=ἡ, = [[σκανδάληθρον]] ([[stick in a trap]], [[trap]] [[spring]]), Alciphr. 3.22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σκαντάλη]] Ν, και [[σκανδάλα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] που αποτελεί το κύριο εξωτερικό [[εξάρτημα]] του πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο [[οποίος]], [[καθώς]] έλκεται με το [[δάχτυλο]], επιτρέπει την [[προώθηση]] του επικρουστήρα, προξενώντας [[έτσι]] την [[εκπυρσοκρότηση]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό σιδερένιο [[κλειδί]] με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με [[δόντι]], [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πατώ]] [ή [[τραβώ]]] τη [[σκανδάλη]]» — [[πυροβολώ]]<br />β) «[[κύκλωμα]] σκανδάλης»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> [[κύκλωμα]] με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία [[απόκριση]]<br />γ) «[[σκανδάλη]] καθελκύσεως»<br /><b>ναυτ.</b> [[συσκευή]] με την οποία ελευθερώνεται το υπό [[καθέλκυση]] [[πλοίο]] [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών στηριγμάτων του<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σκανδάληθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σκάνδαλον]], [[κατά]] τα θηλ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σκάνδαλο]])]. | |mltxt=η, ΝΑ, και [[σκαντάλη]] Ν, και [[σκανδάλα]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] που αποτελεί το κύριο εξωτερικό [[εξάρτημα]] του πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο [[οποίος]], [[καθώς]] έλκεται με το [[δάχτυλο]], επιτρέπει την [[προώθηση]] του επικρουστήρα, προξενώντας [[έτσι]] την [[εκπυρσοκρότηση]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> μικρό σιδερένιο [[κλειδί]] με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με [[δόντι]], [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πατώ]] [ή [[τραβώ]]] τη [[σκανδάλη]]» — [[πυροβολώ]]<br />β) «[[κύκλωμα]] σκανδάλης»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> [[κύκλωμα]] με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία [[απόκριση]]<br />γ) «[[σκανδάλη]] καθελκύσεως»<br /><b>ναυτ.</b> [[συσκευή]] με την οποία ελευθερώνεται το υπό [[καθέλκυση]] [[πλοίο]] [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών στηριγμάτων του<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σκανδάληθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σκάνδαλον]], [[κατά]] τα θηλ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σκάνδαλο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 14 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = σκανδάληθρον (stick in a trap, trap spring), Alciphr. 3.22.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α
νεοελλ.
1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα του πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση του επικρουστήρα, προξενώντας έτσι την εκπυρσοκρότηση
2. ναυτ. μικρό σιδερένιο κλειδί με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με δόντι, αντικείμενο
3. φρ. α) «πατώ [ή τραβώ] τη σκανδάλη» — πυροβολώ
β) «κύκλωμα σκανδάλης»
(ηλεκτρ.) κύκλωμα με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία απόκριση
γ) «σκανδάλη καθελκύσεως»
ναυτ. συσκευή με την οποία ελευθερώνεται το υπό καθέλκυση πλοίο μετά την αφαίρεση τών στηριγμάτων του
αρχ.
το σκανδάληθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκάνδαλον, κατά τα θηλ. (για ετυμολ. βλ. λ. σκάνδαλο)].