Διπόλεια: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(CSV import)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Διπόλεια
|Medium diacritics=Διπόλεια
|Low diacritics=Διπόλεια
|Capitals=ΔΙΠΟΛΕΙΑ
|Transliteration A=Dipóleia
|Transliteration B=Dipoleia
|Transliteration C=Dipoleia
|Beta Code=*dipo/leia
|Definition=v. [[Διπολίεια]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Δῑπόλεια''': ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον [[Διπόλεια]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ [[Διπολιώδης]] [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.
|lstext='''Δῑπόλεια''': ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον [[Διπόλεια]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ [[Διπολιώδης]] [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.

Revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Διπόλεια Medium diacritics: Διπόλεια Low diacritics: Διπόλεια Capitals: ΔΙΠΟΛΕΙΑ
Transliteration A: Dipóleia Transliteration B: Dipoleia Transliteration C: Dipoleia Beta Code: *dipo/leia

English (LSJ)

v. Διπολίεια.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπόλεια: ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον Διπόλεια ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ Διπολιώδης εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
les Dipolies, fête athénienne en l’honneur de Zeus Polieus.
Étymologie: Διός, πολιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Δῑπόλεια: и Δῑπόλια τά [из Διϊπόλεια диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - Ζεὺς Πολιεύς) Arph.

Middle Liddell

n n [contr. from Διϊπόλια] [*Δίς]
an ancient festival of Zeus at Athens, Ar.

English (Woodhouse)

festival of Zeus at Athens

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)