πρόχους: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(CSV import) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πρόχους | |||
|Medium diacritics=πρόχους | |||
|Low diacritics=πρόχους | |||
|Capitals=ΠΡΟΧΟΥΣ | |||
|Transliteration A=próchous | |||
|Transliteration B=prochous | |||
|Transliteration C=prochous | |||
|Beta Code=pro/xous | |||
|Definition=ἡ, ''Attic contr.'' for [[πρόχοος]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ἡ, att. = [[πρόχοος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ἡ, att. = [[πρόχοος]]. | ||
Line 12: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[jar]] | |woodrun=[[jar]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 31 January 2021
English (LSJ)
ἡ, Attic contr. for πρόχοος.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, att. = πρόχοος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
contr. att.
v. πρόχοος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αττ. τ. πρόχοος και ιων. τ. πρόχος, Α
αρχαιολ. μόνωτο αγγείο, κανάτα με μεγάλη κοιλιά, με ψηλό λαιμό και με προχοή στο στόμιο, που τή χρησιμοποιούσαν για πλύσιμο τών χεριών τών καλεσμένων ή ως οινοχόη για να γεμίζουν με κρασί τα ποτήρια ή για προσφορά χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», Ομ. Οδ.
β. «πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῡσα», Ομ. Οδ.
γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου / χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
αρχ.
1. λήκυθος
2. μέτρο υγρών στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -χους / -χοος (< -χοFος < χέω). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. porokowo].
Russian (Dvoretsky)
πρόχους: ἡ стяж. = πρόχοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.