λαοξόος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
mNo edit summary |
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laoxoos | |Transliteration C=laoxoos | ||
|Beta Code=laoco/os | |Beta Code=laoco/os | ||
|Definition=ὁ, ([[λᾶας]], [[ξέω]]) <span class=sense><p><span class="bld">A</span> [[sculptor]], <span class=bibl>Ptol.<span class=title>Tetr</span>.179</span>, <span class=title>IG</span>3.1308:—also [[λαξόος]] (q.v.); [[λααξός]], [[stone-cutter]], PCair.Zen.172 (iii B. C.); λαξός, ib.176 (iii B. C.), <span class=bibl><span class=title>PTeb</span>.121.13</span> (i B. C.), etc.:—Adj. [[λαοξοϊκός]], ή, όν, [[σκεῦος]] Hsch.s.v. [[ὄρυξ]], cf. <span class=bibl>Vett.Val.11.14</span></span>. | |Definition=ὁ, ([[λᾶας]], [[ξέω]]) <span class=sense><p><span class="bld">A</span> [[sculptor]], <span class=bibl>Ptol.<span class=title>Tetr</span>.179</span>, <span class=title>IG</span>3.1308:—also [[λαξόος]] ([[quod vide|q.v.]]); [[λααξός]], [[stone-cutter]], PCair.Zen.172 (iii B. C.); λαξός, ib.176 (iii B. C.), <span class=bibl><span class=title>PTeb</span>.121.13</span> (i B. C.), etc.:—Adj. [[λαοξοϊκός]], ή, όν, [[σκεῦος]] Hsch.s.v. [[ὄρυξ]], cf. <span class=bibl>Vett.Val.11.14</span></span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:20, 5 February 2021
English (LSJ)
A sculptor, Ptol.Tetr.179, IG3.1308:—also λαξόος (q.v.); λααξός, stone-cutter, PCair.Zen.172 (iii B. C.); λαξός, ib.176 (iii B. C.), PTeb.121.13 (i B. C.), etc.:—Adj. λαοξοϊκός, ή, όν, σκεῦος Hsch.s.v. ὄρυξ, cf. Vett.Val.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοξόος: ὁ, (λᾶας, ξέω) λιθοξόος, γλύπτης, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 8, Ἀνθ. Π. παράρτ. 305· ― Ἐπίθ. λᾱοξοϊκός, ή, όν, Ἡσύχ. ἐν λ. ὄρυξ.
Greek Monolingual
λαοξόος και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α)
λιθοξόος, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + -ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ-ξόος, λιθο-ξόος. Ο τ. λαξόος < λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + -ξόος με συναίρεση τών δύο -ο- και ο τ. λαξός με συναίρεση και τών -α- και τών -ο-].
Russian (Dvoretsky)
λᾱοξόος: ὁ камнерез, резчик по камню Sext., Anth.