ἀστραῖος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀστραῑος, -αία, -ον (Α) [[άστρον]]<br /><b>1.</b> ο [[έναστρος]], ο [[γεμάτος]] άστρα<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τα άστρα.
|mltxt=ἀστραῖος, -αία, -ον (Α) [[άστρον]]<br /><b>1.</b> ο [[έναστρος]], ο [[γεμάτος]] άστρα<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τα άστρα.
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστραῖος Medium diacritics: ἀστραῖος Low diacritics: αστραίος Capitals: ΑΣΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: astraîos Transliteration B: astraios Transliteration C: astraios Beta Code: a)strai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἄστρον) A starry, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE3.14, Nonn.D.1.191,al.

German (Pape)

[Seite 377] gestirnt, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστραῖος: α, ον (ἄστρον) ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστεροειδής, ἀστρώδης, Ἑρμείας προβέβηκα λιπὼν ἀστραῖον ἄνακτα Χρησ. παρὰ Πορφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 124Α.

Spanish (DGE)

-α, -ον
estrellado, ἕλιξ Nonn.D.1.191, cf. 6.84, 8.388, Orác. en Porph.Phil.127.63, Pamprepius 3.18.

Greek Monolingual

ἀστραῖος, -αία, -ον (Α) άστρον
1. ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα
2. αυτός που προέρχεται από τα άστρα.