ἐξάρνησις: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
|mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρνησις Medium diacritics: ἐξάρνησις Low diacritics: εξάρνησις Capitals: ΕΞΑΡΝΗΣΙΣ
Transliteration A: exárnēsis Transliteration B: exarnēsis Transliteration C: eksarnisis Beta Code: e)ca/rnhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A denial, Pl.R.531b.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).

Greek Monotonic

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάρνησις: εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.

Middle Liddell

ἐξάρνησις, εως [from ἐξαρνέομαι n
a denying, denial, Plat.

English (Woodhouse)

denial

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)