ἐκσφράγισμα: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκσφράγισμα]], το (AM)<br />[[εκμαγείο]], [[αποτύπωμα]], [[επίσημο]] [[αντίτυπο]], [[αντίγραφο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μιμητής]] («τῶν δεινῶν παθημάτων | |mltxt=[[ἐκσφράγισμα]], το (AM)<br />[[εκμαγείο]], [[αποτύπωμα]], [[επίσημο]] [[αντίτυπο]], [[αντίγραφο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μιμητής]] («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῡ [[ἐκσφράγισμα]] ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6)<br /><b>2.</b> [[αποσφράγιση]], [[αποσφράγισμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A official copy, ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς CIG3276 (Smyrna), cf. IGRom.4.513 (Pergam.), POxy.1882 (vi A.D.) : generally, Mich.in PN20.10.
German (Pape)
[Seite 779] τό, der Abdruck, Kopie, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφράγισμα: τό, ἐκμαγεῖον, ἐκτύπωμα, ἀντίτυπον, ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3276, ―81, ―82, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐξσφρ- ISmyrna 236(b).16 (I d.C.), SEG 40.1064.12 (Lidia II/III d.C.), IGR 4.513 (Pérgamo, imper.), POxy.1882.15 (VI d.C.), ἐσφρ- IEphesos 2218 (imper.)
I 1admin. copia sellada, e.d. legalizada, oficial de un documento, depositada en algún archivo oficial ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς ἐ. ἀπόκειται ἐν τῷ ἱερῷ Καισαρήῳ ISmyrna l.c., cf. SEG l.c., IGR l.c., IEphesos l.c., 2327a (imper.), ἐ. στή[λ] ης χαλκῆς ἀνακειμένης ἐν Ῥώμῃ PDiog.5.7 (II d.C.).
2 jur. deposición, declaración judicial o documento testimonial, tb. llamado ἐκμαρτύριον (q.u.), presentado por uno de los representantes legales, habitualmente la defensa, antes de un juicio SB 11643.6 (III d.C.), cf. POxy.l.c., BGU 1094.14 (VI d.C.).
II 1impronta Ath.Al.M.28.924C, Mich.in PN 20.10.
2 fig. sello, característica propia ἧς (ἡ τοῦ εὐαγγελίου ὑπόθεσις) ... ἐστι τὸ ἐ. Anon.Hier.Luc.1.28.
Greek Monolingual
ἐκσφράγισμα, το (AM)
εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο
μσν.
1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῡ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6)
2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα.