χωρίο: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(47c) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ [[χωρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> οχυρή [[τοποθεσία]], [[οχύρωμα]] («Φυλὴν [[χωρίον]] καταλαμβάνει ὀχυρόν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κτήμα]], κτηματική [[περιουσία]], [[χωράφι]] («ἦν τοῡτο Πεισάνδρου τὸ [[χωρίον]]», Λυσ.)<br /> <b>4.</b> μικρή [[πόλη]], [[κωμόπολη]]<br /> <b>5.</b> [[τόπος]] εργασίας<br /> <b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] του σώματος<br /> <b>7.</b> ιστορική [[περίοδος]], [[εποχή]]<br /> <b>8.</b> <b>μαθημ.</b> η [[επιφάνεια]] σχήματος<br /> <b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χωρία</i>- θέματα συζήτησης<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[χωρίον]] τὸ ἐπὶ | |mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ [[χωρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> οχυρή [[τοποθεσία]], [[οχύρωμα]] («Φυλὴν [[χωρίον]] καταλαμβάνει ὀχυρόν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κτήμα]], κτηματική [[περιουσία]], [[χωράφι]] («ἦν τοῡτο Πεισάνδρου τὸ [[χωρίον]]», Λυσ.)<br /> <b>4.</b> μικρή [[πόλη]], [[κωμόπολη]]<br /> <b>5.</b> [[τόπος]] εργασίας<br /> <b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] του σώματος<br /> <b>7.</b> ιστορική [[περίοδος]], [[εποχή]]<br /> <b>8.</b> <b>μαθημ.</b> η [[επιφάνεια]] σχήματος<br /> <b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χωρία</i>- θέματα συζήτησης<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[χωρίον]] τὸ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]]»<br /> <b>ιατρ.</b> η [[χοληδόχος]] [[κύστη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
Greek Monolingual
το / χωρίον, ΝΜΑ χώρα / χῶρος
μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή
αρχ.
1. ιδιαίτερος τόπος, περιοχή («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ χωρίον», Αριστοφ.)
2. οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα («Φυλὴν χωρίον καταλαμβάνει ὀχυρόν», Ξεν.)
3. κτήμα, κτηματική περιουσία, χωράφι («ἦν τοῡτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον», Λυσ.)
4. μικρή πόλη, κωμόπολη
5. τόπος εργασίας
6. ιατρ. μέρος του σώματος
7. ιστορική περίοδος, εποχή
8. μαθημ. η επιφάνεια σχήματος
9. στον πληθ. τὰ χωρία- θέματα συζήτησης
10. φρ. «τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος»
ιατρ. η χοληδόχος κύστη (Ιπποκρ.).