λωβώμαι: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λωβῶμαι, -άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, -έομαι και λωβεῡμαι) [[λώβη]]<br />([[κυρίως]] το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, -άω)<br /><b>1.</b> κακομεταχειρίζομαι, [[κακοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]], [[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υβρίζω]], [[ενεργώ]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε» — ύβρη με την οποία μέ υβρίσατε, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ατιμάζω]], [[διαφθείρω]] («ἀνδρῶν εὔνιδας λωβώμενοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακρωτηριάζω]] («ἑωυτὸν λωβᾱται λώβην ἀνήκεστον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιφέρω]] άτιμο [[τέλος]], [[καταστρέφω]] («ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[βαριά]] [[εργασία]]) [[καταπονώ]] («τὰ σώματα λωβῶνται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] («τὴν πόλιν ἐμπρήσαντες καὶ κατασκάψαντες καὶ λωβησάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πάσχω]] από [[λέπρα]], [[είμαι]] [[λεπρός]].
|mltxt=λωβῶμαι, -άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῦμαι, -έομαι και λωβεῡμαι) [[λώβη]]<br />([[κυρίως]] το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, -άω)<br /><b>1.</b> κακομεταχειρίζομαι, [[κακοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]], [[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υβρίζω]], [[ενεργώ]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε» — ύβρη με την οποία μέ υβρίσατε, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ατιμάζω]], [[διαφθείρω]] («ἀνδρῶν εὔνιδας λωβώμενοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακρωτηριάζω]] («ἑωυτὸν λωβᾱται λώβην ἀνήκεστον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιφέρω]] άτιμο [[τέλος]], [[καταστρέφω]] («ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[βαριά]] [[εργασία]]) [[καταπονώ]] («τὰ σώματα λωβῶνται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] («τὴν πόλιν ἐμπρήσαντες καὶ κατασκάψαντες καὶ λωβησάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πάσχω]] από [[λέπρα]], [[είμαι]] [[λεπρός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

λωβῶμαι, -άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῦμαι, -έομαι και λωβεῡμαι) λώβη
(κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, -άω)
1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
2. ζημιώνω, βλάπτω
αρχ.
1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε» — ύβρη με την οποία μέ υβρίσατε, Ομ. Ιλ.)
2. ατιμάζω, διαφθείρω («ἀνδρῶν εὔνιδας λωβώμενοι», Ευρ.)
3. ακρωτηριάζω («ἑωυτὸν λωβᾱται λώβην ἀνήκεστον», Ηρόδ.)
4. επιφέρω άτιμο τέλος, καταστρέφω («ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
5. (για βαριά εργασία) καταπονώ («τὰ σώματα λωβῶνται», Αριστοτ.)
6. λεηλατώ, λαφυραγωγώ («τὴν πόλιν ἐμπρήσαντες καὶ κατασκάψαντες καὶ λωβησάμενοι», Πολ.)
7. (για πρόσ.) πάσχω από λέπρα, είμαι λεπρός.