κυκλώ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῑν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῖν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
}}
}}

Revision as of 20:17, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
κυκλῶ, -έω (Α) κύκλος
1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρωπόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)
3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)
4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῖν τὸν λόγον», Αριστοτ.)
5. μέσ. κυκλοῦμαι, -έομαι
α) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
β) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)
γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.
(II)
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)
βλ. κυκλώνω.