κιγκλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κιγκλίζω]] (Α) [[κίγκλος]]<br /><b>1.</b> [[κουνώ]], [[σαλεύω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] σαν το [[πτηνό]] [[κίγκλος]] («κιγκλίζει<br />σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[συνεχώς]] («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῑν», <b>Θέογν.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[κιγκλίζω]] (Μ) [[κιγκλίς]]<br />[[περιβάλλω]], [[περιφράσσω]] με [[κιγκλίδωμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κιγκλίζω]] (Α) [[κίγκλος]]<br /><b>1.</b> [[κουνώ]], [[σαλεύω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] σαν το [[πτηνό]] [[κίγκλος]] («κιγκλίζει<br />σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[συνεχώς]] («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν», <b>Θέογν.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[κιγκλίζω]] (Μ) [[κιγκλίς]]<br />[[περιβάλλω]], [[περιφράσσω]] με [[κιγκλίδωμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιγκλίζω Medium diacritics: κιγκλίζω Low diacritics: κιγκλίζω Capitals: ΚΙΓΚΛΙΖΩ
Transliteration A: kinklízō Transliteration B: kinklizō Transliteration C: kigklizo Beta Code: kigkli/zw

English (LSJ)

A wag the tail, as the bird κίγκλος does: metaph., change constantly, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν Thgn. 303.

German (Pape)

[Seite 1436] oft schnell hin u. her bewegen, wie der Vogel κίγκλος den Schwanz schnell hin u. her bewegt; übertr., οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν Theogn. 303, verändern.

Greek (Liddell-Scott)

κιγκλίζω: σείω τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.

French (Bailly abrégé)

remuer vivement les hanches, la queue ; fig. changer sans cesse.
Étymologie: κίγκλος.

Greek Monolingual

(I)
κιγκλίζω (Α) κίγκλος
1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος («κιγκλίζει
σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.)
2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν», Θέογν.).
(II)
κιγκλίζω (Μ) κιγκλίς
περιβάλλω, περιφράσσω με κιγκλίδωμα.

Greek Monotonic

κιγκλίζω: (κίγκλος), κουνώ την ουρά σαν πτηνό· μεταφ., αλλάζω συνεχώς, σε Θέογν.

Middle Liddell

κιγκλίζω, κίγκλος
to wag the tail:—metaph. to change constantly, Theogn.