οικείωση: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(28)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[οἰκείωσις]]) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> [[οικειοποίηση]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]] («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξοικείωση]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγένεια]] εξ επιγαμίας, [[συμπεθεριό]], [[κηδεστία]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]], [[κλίση]], [[συμπάθεια]] [[προς]] [[κάτι]] («ἡ πρὸς τὸ ζῆν [[οἰκείωσις]]» — η [[αγάπη]] για τη ζωή, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ενδιάθετη [[τάση]], [[ροπή]] («[[οἰκείωσις]] εἰς ἡδονήν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσαρμογή]]<br /><b>5.</b> [[συμφιλίωση]], [[συμβιβασμός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οἰκειώσεις</i><br />κέρδη, ωφελήματα.
|mltxt=η (Α [[οἰκείωσις]]) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> [[οικειοποίηση]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]] («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῦν
το», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξοικείωση]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγένεια]] εξ επιγαμίας, [[συμπεθεριό]], [[κηδεστία]]<br /><b>2.</b> [[έλξη]], [[κλίση]], [[συμπάθεια]] [[προς]] [[κάτι]] («ἡ πρὸς τὸ ζῆν [[οἰκείωσις]]» — η [[αγάπη]] για τη ζωή, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ενδιάθετη [[τάση]], [[ροπή]] («[[οἰκείωσις]] εἰς ἡδονήν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσαρμογή]]<br /><b>5.</b> [[συμφιλίωση]], [[συμβιβασμός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οἰκειώσεις</i><br />κέρδη, ωφελήματα.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (Α οἰκείωσις) οικειώ
1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῦν το», Θουκ.)
2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία
2. έλξη, κλίση, συμπάθεια προς κάτι («ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰκείωσις» — η αγάπη για τη ζωή, Πλάτ.)
3. ενδιάθετη τάση, ροπήοἰκείωσις εἰς ἡδονήν», Γαλ.)
4. προσαρμογή
5. συμφιλίωση, συμβιβασμός
6. στον πληθ. αἱ οἰκειώσεις
κέρδη, ωφελήματα.