οποίος: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i> | |mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i>ὁποιοσοῦν | ||
</i><br />[[οποιοσδήποτε]]<br />β) <i>ὁποιοσδή</i>, <i>ὁποιοσδηποτοῦν</i><br />[[οποιοσδήποτε]], οποιουδήποτε είδους<br />γ) <i>ὁποιοσποτοῦν</i>, <i>ὁποιοστισοῦν | |||
</i>, <i>ὀποιοσδητισοῦν | |||
</i><br />οποιουδήποτε είδους<br />δ) <i>ὁποιόσπερ</i><br />όποιος ακριβώς<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁποῑα</i><br />όπως, όμοια με, [[καθώς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδ' ὁποῑος» — [[κανένας]] [[πουθενά]]<br />β) «οὐδ' ὁποῑος [[ἥττων]]» — [[κατώτερος]] από κανέναν, [[καθόλου]] [[κατώτερος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, [[καθώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁποίως</i>, ιων. τ. [[ὁκοίως]] (Α)<br />με ποια [[ποιότητα]], σαν τί [[λογής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτηματική αντων. [[ποῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-. Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η αντων. [[ὁποῖος]] έχει προέλθει από [[συνένωση]] του άρθρου <i>ὁ</i> και της ερωτ. αντων. [[ποῖος]] στον ξενισμό ὁ [[ποῖος]], που αποτελούσε πιστή [[μετάφραση]] τών γαλλ. <i>lequel</i>, <i>laquelle</i>, <i>il quale</i>, <i>la quale</i>. Μια τέτοια όμως [[προέλευση]] θα καθιστούσε την αντων. [[ὁποῖος]] ξενισμό, [[γεγονός]] που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην [[ιστορία]] της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] [[μαζί]] με το [[άρθρο]] <i>ό</i>, όπου η [[χρήση]] του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί [[ξενισμός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)
(αναφ. αντων.) αυτού του είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής
νεοελλ.
1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το οποίο
που («ποιος ήταν αυτός ο οποίος σού μίλησε;»)
2. (σε αναφωνήσεις) πόσο μεγάλος (α. «οποία χαρά, όταν σέ είδα» β. «οποία αναισχυντία να σού φερθεί έτσι»)
νεοελλ.-μσν.
(με άρθρο) ο οποιός, η οποιά, το οποιό
(αναφ. αντων.) αυτός που, εκείνος που
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι λογής («εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος», Αισχύλ.)
2. (σε ευθεία ερώτ.) ποίος, ποιος («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. (με διάφορα αορστλ. μόρια, τίς οὖν, δή, περ) α) ὁποιοσοῦν
οποιοσδήποτε
β) ὁποιοσδή, ὁποιοσδηποτοῦν
οποιοσδήποτε, οποιουδήποτε είδους
γ) ὁποιοσποτοῦν, ὁποιοστισοῦν
, ὀποιοσδητισοῦν
οποιουδήποτε είδους
δ) ὁποιόσπερ
όποιος ακριβώς
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁποῑα
όπως, όμοια με, καθώς
5. φρ. α) «ουδ' ὁποῑος» — κανένας πουθενά
β) «οὐδ' ὁποῑος ἥττων» — κατώτερος από κανέναν, καθόλου κατώτερος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, καθώς.
επίρρ...
ὁποίως, ιων. τ. ὁκοίως (Α)
με ποια ποιότητα, σαν τί λογής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁποῖος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και την ερωτηματική αντων. ποῖος (πρβλ. ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, βλ. λ. πο-. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι η αντων. ὁποῖος έχει προέλθει από συνένωση του άρθρου ὁ και της ερωτ. αντων. ποῖος στον ξενισμό ὁ ποῖος, που αποτελούσε πιστή μετάφραση τών γαλλ. lequel, laquelle, il quale, la quale. Μια τέτοια όμως προέλευση θα καθιστούσε την αντων. ὁποῖος ξενισμό, γεγονός που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην ιστορία της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. ὁποῖος μαζί με το άρθρο ό, όπου η χρήση του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ξενισμός].