πλακούς: Difference between revisions
(32) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / πλακοῡς, - | |mltxt=ο / πλακοῡς, -οῦν | ||
τος, ΝΜΑ, και [[πλακούντας]] Ν<br />[[είδος]] εδέσματος που παρασκευάζεται από [[ζύμη]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, και το οποίο έχει [[σχήμα]] πλατύ, η [[πίτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[είδος]] μικρού γλυκίσματος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη [[μάζα]]<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το [[έμβρυο]] με τη [[μήτρα]] της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή [[συνεργασία]] εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) το [[τμήμα]] της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο [[είναι]] προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[ιστός]] με τον οποίο τα [[σπόρια]] και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό<br />γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο [[υπόλειμμα]] το οποίο παραμένει [[μετά]] την [[απομάκρυνση]], με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η [[ελαιόπιτα]] ή ο [[ελαιοπλακούντας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπερματικός]] [[τύπος]] της μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακόεις]] με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο / πλακοῡς, -οῦν
τος, ΝΜΑ, και πλακούντας Ν
είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από ζύμη με την προσθήκη άλλων υλικών, και το οποίο έχει σχήμα πλατύ, η πίτα
νεοελλ.
1. κάθε είδος μικρού γλυκίσματος από ζυμάρι
2. κάθε πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη μάζα
3. (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή συνεργασία εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας
4. βοτ. α) το τμήμα της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο είναι προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες
β) (κατ' επέκτ.) ο ιστός με τον οποίο τα σπόρια και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό
γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο υπόλειμμα το οποίο παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η ελαιόπιτα ή ο ελαιοπλακούντας
αρχ.
ο σπερματικός τύπος της μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακόεις με συναίρεση (βλ. και -όεις)].