χειροσκόπος: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χειρομάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια [[κατά]] την [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας | |mltxt=-ον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χειρομάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια [[κατά]] την [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦν | ||
τες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
ὁ, A inspecting the hand, = χειρόμαντις, Artem.2.69. II counter of hands, i.e. teller of votes, IG9(1).109.8 (Elatea), Bull. Soc. royale des lettres de Lund 1928/9 iv 43 (Cardamyle, i A.D.), Tim.Lex., Suid.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen, ὁ χειροσκόπος = χειρόμαντις, Sp. – Nach Suid. auch der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt.
Greek (Liddell-Scott)
χειροσκόπος: -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ χειρόμαντις, Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.
Greek Monolingual
-ον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ο χειρομάντης
2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦν
τες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].