ψιλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ ψιλός
1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω
2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης
αρχ.
1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν», Ιπποκρ.)
2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)
3. (με γεν. και αιτ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον
4. (με αιτ.) αφήνω κάποιον ή κάτι απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ κέρας ἐψιλωμένον», Πλούτ.)
5. παθ. α) ψιλοῦμαι, -όομαι
γίνομαι φαλακρός
β) (για πτηνό) μένω χωρίς φτερά
γ) (για ρίζα) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από χώμα («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», Ξεν.).