ρύση: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(36) |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥύσις]], -εως, ΝΜΑ, και [[ῥύησις]] Μ, και δωρ. τ. [[ῥύτις]] και ιων. τ. γεν. [[ῥύσιος]], Α<br />η [[ρεύση]], η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έμμηνη [[ρύση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η εμμηνόροια, η [[περίοδος]] τών [[γυναικών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[εκροή]] του λαδιού και της φωτιάς<br /><b>2.</b> (για τις [[τρίχες]]) [[μάδημα]]<br /><b>3.</b> [[σπερματόρροια]]<br /><b>4.</b> [[ρους]] ποταμού («ὁ ποταμὸς | |mltxt=η / [[ῥύσις]], -εως, ΝΜΑ, και [[ῥύησις]] Μ, και δωρ. τ. [[ῥύτις]] και ιων. τ. γεν. [[ῥύσιος]], Α<br />η [[ρεύση]], η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έμμηνη [[ρύση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η εμμηνόροια, η [[περίοδος]] τών [[γυναικών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[εκροή]] του λαδιού και της φωτιάς<br /><b>2.</b> (για τις [[τρίχες]]) [[μάδημα]]<br /><b>3.</b> [[σπερματόρροια]]<br /><b>4.</b> [[ρους]] ποταμού («ὁ ποταμὸς ποιεῖται τὴν ῥύσιν ὡς ἐπὶ μεσημβρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[γραμμή]], [[τροχιά]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φιάλη]] χρυσῆ, καὶ πύλινόν τι [[σταθμίον]]»<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[έκλυτος]] [[βίος]], [[ακολασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥύσις]] έχει σχηματιστεί από την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ρυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥυ</i>-<i>τός</i>) με κατάλ. -<i>σις</i> και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>struti</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 28 March 2021
Greek Monolingual
η / ῥύσις, -εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α
η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
φρ. «έμμηνη ρύση»
ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών
αρχ.
1. η εκροή του λαδιού και της φωτιάς
2. (για τις τρίχες) μάδημα
3. σπερματόρροια
4. ρους ποταμού («ὁ ποταμὸς ποιεῖται τὴν ῥύσιν ὡς ἐπὶ μεσημβρίαν», Πολ.)
5. μαθημ. γραμμή, τροχιά
6. (κατά τον Ησύχ.) «φιάλη χρυσῆ, καὶ πύλινόν τι σταθμίον»
7. μτφ. έκλυτος βίος, ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥύσις έχει σχηματιστεί από την μηδενισμένη βαθμίδα ρυF- του ῥέω (πρβλ. ῥυ-τός) με κατάλ. -σις και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. struti].