υποχείριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(44)
 
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποχείριος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α<br /><b>μτφ.</b> (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] κάποιου, που [[είναι]] υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[χέρι]] ή [[μέσα]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[οἴσω]] γὰρ καὶ χρυσόν, [[ὅστις]] χ' [[ὑποχείριος]] ἔλθῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>3.</b> (για άγριο [[πτηνό]]) εξημερωμένος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[εύκολος]] για κάποιον, που κατέχεται από κάποιον («ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποχείριος]] τῷ ἰητρῷ» — αυτός που βρίσκεται υπό ιατρική [[παρακολούθηση]], υπό [[θεραπεία]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποχειρίως</i> Α<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στο [[χέρι]]<br /><b>2.</b> σε [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑποχειρίως ἔχω τινί» — υποτάσσομαι σε κάποιον, [[υπακούω]] κάποιον (Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χείριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[χείριος]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποχείριος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α<br /><b>μτφ.</b> (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] κάποιου, που [[είναι]] υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῖσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[χέρι]] ή [[μέσα]] στο [[χέρι]] κάποιου («[[οἴσω]] γὰρ καὶ χρυσόν, [[ὅστις]] χ' [[ὑποχείριος]] ἔλθῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[υπάκουος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>3.</b> (για άγριο [[πτηνό]]) εξημερωμένος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[εύκολος]] για κάποιον, που κατέχεται από κάποιον («ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑποχείριος]] τῷ ἰητρῷ» — αυτός που βρίσκεται υπό ιατρική [[παρακολούθηση]], υπό [[θεραπεία]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποχειρίως</i> Α<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στο [[χέρι]]<br /><b>2.</b> σε [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑποχειρίως ἔχω τινί» — υποτάσσομαι σε κάποιον, [[υπακούω]] κάποιον (Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χείριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[χείριος]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποχείριος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ία Α
μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῖσθαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το χέρι ή μέσα στο χέρι κάποιου («οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅστις χ' ὑποχείριος ἔλθῃ», Ομ. Οδ.)
2. (για ζώο) υπάκουος, πειθήνιος
3. (για άγριο πτηνό) εξημερωμένος
4. μτφ. αυτός που είναι εύκολος για κάποιον, που κατέχεται από κάποιον («ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν», Πλάτ.)
5. φρ. «ὑποχείριος τῷ ἰητρῷ» — αυτός που βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση, υπό θεραπεία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὑποχειρίως Α
1. μέσα στο χέρι
2. σε υποταγή
3. φρ. «ὑποχειρίως ἔχω τινί» — υποτάσσομαι σε κάποιον, υπακούω κάποιον (Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χείριος (< χείρ, χειρός), πρβλ. μετα-χείριος.