εὐφωνία: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐφωνία]]) [[εύφωνος]]<br /><b>1.</b> [[διαύγεια]], [[καθαρότητα]] στη [[φωνή]], γλυκιά, μελωδική [[φωνή]] («[[οὔτε]] εὐφωνίᾳ τοσοῦτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων [[οὔτε]] σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η αρμονική [[αλληλουχία]] τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται [[ξέστης]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[εκφώνηση]] τών λέξεων, [[μουσικότητα]] και [[ευρυθμία]] λαλιάς, καλή [[προφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηχηρότητα]] της φωνής, ο [[ισχυρός]] [[ήχος]] («πολὺ δὲ καὶ ἡ [[ὄπτησις]] ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[εὐφωνία]]) [[εύφωνος]]<br /><b>1.</b> [[διαύγεια]], [[καθαρότητα]] στη [[φωνή]], γλυκιά, μελωδική [[φωνή]] («[[οὔτε]] εὐφωνίᾳ τοσοῦτον διαφέρουσιν Ἀθηναῖοι τῶν ἄλλων [[οὔτε]] σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η αρμονική [[αλληλουχία]] τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται [[ξέστης]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[εκφώνηση]] τών λέξεων, [[μουσικότητα]] και [[ευρυθμία]] λαλιάς, καλή [[προφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηχηρότητα]] της φωνής, ο [[ισχυρός]] [[ήχος]] («πολὺ δὲ καὶ ἡ [[ὄπτησις]] ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφωνία Medium diacritics: εὐφωνία Low diacritics: ευφωνία Capitals: ΕΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: euphōnía Transliteration B: euphōnia Transliteration C: effonia Beta Code: eu)fwni/a

English (LSJ)

ἡ, A goodness of voice, X.Mem.3.3.13, Arist.Pr.903b27; τόλμα καὶ εὐ., of an orator, Plu.2.838e. 2 excellence of tone, of horns, Arist. Aud.802b2. II euphony, D.H.Comp.25, Quint.1.5.4, Demetr.Eloc.68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle ou forte voix;
2 harmonie, nombre oratoire.
Étymologie: εὔφωνος.

Greek Monolingual

η (Α εὐφωνία) εύφωνος
1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνήοὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῦτον διαφέρουσιν Ἀθηναῖοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)
2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται ξέστης», Μέγα Ετυμολογικόν)
νεοελλ.
καλή εκφώνηση τών λέξεων, μουσικότητα και ευρυθμία λαλιάς, καλή προφορά
αρχ.
η ηχηρότητα της φωνής, ο ισχυρός ήχος («πολὺ δὲ καὶ ἡ ὄπτησις ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

εὐφωνία: ἡ, καλή φωνή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐφωνία:
1) красивый голос Xen., Arst.;
2) благозвучие, стройность Plut.

Middle Liddell

εὐφωνία, ἡ,
goodness of voice, Xen. [from εὔφωνος

English (Woodhouse)

a fine voice, a good delivery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)