εξουσία: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐξουσία]])<br /><b>1.</b> η [[κυβέρνηση]], η [[άσκηση]] της αρχής<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών αρχόντων<br /><b>3.</b> [[άδεια]], [[δικαιοδοσία]]<br /><b>4.</b> [[προνόμιο]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]] τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα [[Σεραφείμ]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξίωμα]], [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικράτεια]], διοικητική [[περιοχή]] («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῡσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)<br /><b>2.</b> [[κυριαρχία]], [[κατοχή]]<br /><b>3.</b> (κυριαρχική) [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάχρηση]] εξουσίας, [[αλαζονεία]]<br /><b>2.</b> (για ποιητές) ποιητική [[άδεια]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]] μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]] [[πλούτος]]<br /><b>5.</b> επιδεικτική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[έξεστι]]<br />εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. <i>ουσ</i>- του θηλ. της μετοχής <i>ούσα</i> του ρ. [[ειμί]] με [[επίθημα]] -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ουσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>οντ</i>- (<i>ων</i>, <i>όντ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἐξουσία]])<br /><b>1.</b> η [[κυβέρνηση]], η [[άσκηση]] της αρχής<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών αρχόντων<br /><b>3.</b> [[άδεια]], [[δικαιοδοσία]]<br /><b>4.</b> [[προνόμιο]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]] τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα [[Σεραφείμ]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξίωμα]], [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικράτεια]], διοικητική [[περιοχή]] («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)<br /><b>2.</b> [[κυριαρχία]], [[κατοχή]]<br /><b>3.</b> (κυριαρχική) [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάχρηση]] εξουσίας, [[αλαζονεία]]<br /><b>2.</b> (για ποιητές) ποιητική [[άδεια]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]] μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]] [[πλούτος]]<br /><b>5.</b> επιδεικτική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[έξεστι]]<br />εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. <i>ουσ</i>- του θηλ. της μετοχής <i>ούσα</i> του ρ. [[ειμί]] με [[επίθημα]] -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ουσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>οντ</i>- (<i>ων</i>, <i>όντ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση της αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. έξεστι
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- του θηλ. της μετοχής ούσα του ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].