στρογγυλότης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from | |mdlsjtxt=στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from στρογγῠ́λος]<br />[[roundness]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 29 March 2021
English (LSJ)
ητος, ἡ, A roundness, Pl.Men.73e, 74b, Arist. Metaph.1035a14, Thphr.HP4.12.2.
German (Pape)
[Seite 955] ητος, ἡ, Rundung, runde Gestalt, Plat. Men 73 e 74 b.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
forme arrondie, rondeur.
Étymologie: στρογγυλός.
Greek Monotonic
στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, στρογγυλότητα, κυκλικότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλότης: ητος ἡ округлость, закругленность Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρογγυλότης -ητος, ἡ [στρογγύλος] rondheid.
Middle Liddell
στρογγῠλότης, ητος, ἡ, [from στρογγῠ́λος]
roundness, Plat.