καιροφυλακτῶ: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καιροφῠλᾰκέω''': [[περιμένω]] τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας | |lstext='''καιροφῠλᾰκέω''': [[περιμένω]] τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται [[κατάχρησις]] αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― [[ὡσαύτως]], ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:38, 20 April 2021
English (LSJ)
A watch for the right time, c. acc., τὴν πόλιν D.23.173, Hyp.Phil.8; τὴν Χρῆσιν Arist.Pol.1337b41; ἔχθραν παλαιάν Olymp.Hist.p.460 D.: abs., App. Pun.88, Mith.70; also, attend on, Luc.Abd.16:—Pass., καιροφυλακτεῖται Metrod.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 1297] die rechte Zeit abpassen, τὴν χρῆσιν, für die Anwendung, Arist. pol. 8, 3, u. a. Sp.; τὴν πόλιν, eine gelegene Zeit abpassen, um dem Staate zu schaden, Dem. 23, 173; so das pass., καιροφυλακεῖται Metrod. Stob. fl. 45, 26. – Auch = warten, pflegen, Luc. abd. 16.
Greek (Liddell-Scott)
καιροφῠλᾰκέω: περιμένω τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται κατάχρησις αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― ὡσαύτως, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
καιροφυλακῶ:
guetter l’occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.
Greek Monotonic
καιροφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, (φύλαξ), περιμένω την κατάλληλη στιγμή, σε Δημ.· επίσης, επιμελούμαι, φροντίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
καιροφῠλᾰκέω:
1) подстерегать удобный случай, выжидать, улучить (χρῆσιν Arst. - v. l. καιροφυλακτέω);
2) наблюдать, следить: κ. πόλιν Dem. следить за ходом дел города;
3) ухаживать (за больным) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καιροφυλακέω [καιρός, φύλαξ] op de juiste wijze doseren; abs. het juiste moment afwachten.
Middle Liddell
καιροφῠλᾰκέω, fut. καιροφῠλᾰκήσω φύλαξ
to watch for the right time, Dem.:—also, to attend on, Luc.
English (Woodhouse)
watch for an opportunity against, watch for the right time