παραστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
|lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστέλλω Medium diacritics: παραστέλλω Low diacritics: παραστέλλω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: parastéllō Transliteration B: parastellō Transliteration C: parastello Beta Code: paraste/llw

English (LSJ)

A draw aside, of a curtain, Hld.10.28 ; τὴν γαστέρα Gal.2.523 ; contract, τοὺς μῦς ib. 225 :—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώπαραστέλλω τοῦ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγωπαραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στέλλω reduceren (van een zwelling).