χίμετλον: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χίμετλον''': τό, τὸ ἐν χειμῶνι γινόμενον [[ἕλκος]] ὑπὸ ψύχους, γίνεται δὲ ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, κοινῶς «χιονίστρα», «ξεπάγιασμα», Λατ. pernio, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππῶναξ 13, Ἀριστοφ. Σφ. 1167· ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμετλα Κωμ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6, πρβλ. Νικ. Θηρ. 682, Λυκόφρ. 1290. - Ὁ [[τύπος]] [[χίμετλον]] ([[μετὰ]] ῐ) ἀποδείκνυται ὡς ὀρθὸς ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων (καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ι [[εἶναι]] βραχύ) ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] φέρεται χείμετλον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Πρβλ. [[χιμέτλη]].
|lstext='''χίμετλον''': τό, τὸ ἐν χειμῶνι γινόμενον [[ἕλκος]] ὑπὸ ψύχους, γίνεται δὲ ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, κοινῶς «χιονίστρα», «ξεπάγιασμα», Λατ. pernio, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππῶναξ 13, Ἀριστοφ. Σφ. 1167· ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμετλα Κωμ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6, πρβλ. Νικ. Θηρ. 682, Λυκόφρ. 1290. - Ὁ [[τύπος]] [[χίμετλον]] (μετὰ ῐ) ἀποδείκνυται ὡς ὀρθὸς ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων (καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ι [[εἶναι]] βραχύ) ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] φέρεται χείμετλον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Πρβλ. [[χιμέτλη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμετλον Medium diacritics: χίμετλον Low diacritics: χίμετλον Capitals: ΧΙΜΕΤΛΟΝ
Transliteration A: chímetlon Transliteration B: chimetlon Transliteration C: chimetlon Beta Code: xi/metlon

English (LSJ)

τό, A chilblain, mostly in pl., Hippon.19.4, Ar.V.1167, Nic.Th.682, Lyc.1290: sg., Poll.2.198. (Cogn. with χεῖμα; misspelt χείμεθλον, χείμετλον in Gloss.)

German (Pape)

[Seite 1356] το, wie χείμετλον, Frostbeule, Frostschaden; Ar. Vesp. 1167; Arist. rhet. 3, 11; ποδῶν Lycophr. 1290, Schol. τραύματα καὶ ἀποκαύματα, τὰ ἐκ χειμῶνος ἀποψύγματα; vgl. auch Schol. Arat. 294.

Greek (Liddell-Scott)

χίμετλον: τό, τὸ ἐν χειμῶνι γινόμενον ἕλκος ὑπὸ ψύχους, γίνεται δὲ ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, κοινῶς «χιονίστρα», «ξεπάγιασμα», Λατ. pernio, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππῶναξ 13, Ἀριστοφ. Σφ. 1167· ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμετλα Κωμ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6, πρβλ. Νικ. Θηρ. 682, Λυκόφρ. 1290. - Ὁ τύπος χίμετλον (μετὰ ῐ) ἀποδείκνυται ὡς ὀρθὸς ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων (καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ι εἶναι βραχύ) ἀλλ’ ἐνίοτε φέρεται χείμετλον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Πρβλ. χιμέτλη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
engelure.
Étymologie: DELG χεῖμα.

Russian (Dvoretsky)

χίμετλον: τό обмороженное место Arph.

Middle Liddell

χίμετλον, ου, τό, χιών
a chilblain, kibe, Lat. pernio, Ar.

Frisk Etymology German

χίμετλον: {khímetlon}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1101