χυτλάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χυτλάζω''': μέλλ. -άσω, [[χρίω]] τινὰ | |lstext='''χυτλάζω''': μέλλ. -άσω, [[χρίω]] τινὰ μετὰ τὸ [[λουτρόν]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. [[χύτλον]]. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:35, 20 April 2021
English (LSJ)
A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2. 2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.
German (Pape)
[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.
Greek (Liddell-Scott)
χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.
French (Bailly abrégé)
verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.
Greek Monolingual
Α χύτλον
1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό
2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χυτλάζω: μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χυτλάζω: досл. разливать, рассыпать, перен. растягивать: χ. ἑαυτὸν ἔν τινι Arph. растягиваться во весь рост на чем-л.
Middle Liddell
χυτλάζω, fut. -άσω
to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.