ὄσχος: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄσχος''': ὁ, = [[μόσχος]] (Α), νέον [[κλῆμα]] ἀμπέλου, [[μάλιστα]] | |lstext='''ὄσχος''': ὁ, = [[μόσχος]] (Α), νέον [[κλῆμα]] ἀμπέλου, [[μάλιστα]] μετὰ τῶν βοτρύων, [[ὄσχος]] ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει [[ὄζος]]). - Ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] [[ὄσχη]], «ἡ δὲ [[ὄσχη]] κλῆμά ἐστι [[βότρυς]] ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ [[ἔνιοι]] ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
ὁ, A v. ὦσχος; for Hp.Mul.2.204, v. ὄχος.
German (Pape)
[Seite 401] ὁ, od. ὦσχος, = ὄσχη, ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie ὄσχη 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.
Greek (Liddell-Scott)
ὄσχος: ὁ, = μόσχος (Α), νέον κλῆμα ἀμπέλου, μάλιστα μετὰ τῶν βοτρύων, ὄσχος ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει ὄζος). - Ὑπάρχει καὶ τύπος ὄσχη, «ἡ δὲ ὄσχη κλῆμά ἐστι βότρυς ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ ἔνιοι ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche.
Étymologie: DELG ὀ-, σχεῖν.
Greek Monotonic
ὄσχος: ὁ, = μόσχος, κλαδί αμπελιού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὄσχος: ὁ отпрыск, побег (ἡμερίδος Arph.).