δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "]]ε" to "]] ε")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]επιβούλευτος, ον<br />[[hard]] to [[attack]] [[secretly]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] επιβούλευτος, ον<br />[[hard]] to [[attack]] [[secretly]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:52, 15 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπιβούλευτος Medium diacritics: δυσεπιβούλευτος Low diacritics: δυσεπιβούλευτος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysepiboúleutos Transliteration B: dysepibouleutos Transliteration C: dysepivoyleftos Beta Code: dusepibou/leutos

English (LSJ)

ον, A hard to attack secretly, X.Eq.Mag.4.11 (Comp.), Ages.6.7 (Sup.). 2 hard to damage, Apollod.Poliorc.139.7.

German (Pape)

[Seite 679] dem man schwer nachstellen kann, Xen. Ages. 6, 7, im superl., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπιβούλευτος: -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui ou contre quoi il est difficile de prendre des mesures.
Étymologie: δυσ-, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

-ον
milit.
1 de pers. y lugares difícil de atacar por sorpresa αὐτοὶ μὲν δυσεπιβουλευτότεροί εἰσιν ἀφανεῖς ὄντες de soldados apostados, X.Eq.Mag.4.11, τόπος Plu.2.275b, de un ejército en alerta, X.Ages.6.7.
2 de ingenios de guerra al que es difícil alcanzar, difícil de dañar Apollod.Poliorc.139.7, 170.12.

Greek Monolingual

δυσεπιβούλευτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί
2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται.

Greek Monotonic

δυσεπιβούλευτος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται στόχος μυστικής επίθεσης, στόχος εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσεπιβούλευτος: почти неуязвимый для скрытых замыслов (неприятеля), т. е. хорошо укрытый (φυλακαί Xen.; τόποι Plut.).

Middle Liddell

δυσ- επιβούλευτος, ον
hard to attack secretly, Xen.