γεωτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γειοτόμος A.R.1.687, Opp.<i>C</i>.1.137, Nonn.<i>D</i>.2.411, 6.375, 37.400<br />[[que rotura la tierra]], [[ἄροτρον]] A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον <i>AP</i> 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.<i>D</i>.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.<i>D</i>.37.400<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 9.741.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γειοτόμος A.R.1.687, Opp.<i>C</i>.1.137, Nonn.<i>D</i>.2.411, 6.375, 37.400<br />[[que rotura la tierra]], [[ἄροτρον]] A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον <i>AP</i> 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.<i>D</i>.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.<i>D</i>.37.400<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 9.741.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:30, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωτόμος Medium diacritics: γεωτόμος Low diacritics: γεωτόμος Capitals: ΓΕΩΤΟΜΟΣ
Transliteration A: geōtómos Transliteration B: geōtomos Transliteration C: geotomos Beta Code: gewto/mos

English (LSJ)

ον, cutting the ground, ὅπλον AP 10.101 (Bian.).

German (Pape)

[Seite 488] die Erde aufreißend, pflügend, ὅπλον Bian. (X, 101); ὁ, Ep. ad. 229 (IX, 741).

Greek (Liddell-Scott)

γεωτόμος: -ον, ὁ κόπτων, ἀνοίγων τὸ ἔδαφος, γεωργῶν, Ἀνθ. II. 10. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend la terre ; qui cultive, laboure.
Étymologie: γῆ, τέμνω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): γειοτόμος A.R.1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.2.411, 6.375, 37.400
que rotura la tierra, ἄροτρον A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον AP 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.D.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.D.37.400
subst. ὁ γ. labrador, AP 9.741.

Greek Monolingual

γεωτόμος, -ον (Α)
αυτός που οργώνει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -τόμος < τόμος < τέμνω (πρβλ. βαλλαντιοτόμος, υλατόμος].

Greek Monotonic

γεωτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που σκάβει, ανοίγει το έδαφος, που οργώνει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γεωτόμος: II ὁ землепашец, пахарь Anth.
роющий землю, пашущий (ὅπλον Anth.).

Middle Liddell

[γῆ, τέμνω
cutting the ground, ploughing, Anth.