δινωτός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῑνωτός) -ή, -όν | |dgtxt=(δῑνωτός) -ή, -όν<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δειν- Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ- Man.6.577]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[redondo]], [[ἀσπίς]] <i>Il</i>.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. <i>AP</i> 6.219 (Antip.Sid.), λίθος <i>AP</i> 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.<i>D</i>.1.364, 2.163.<br /><b class="num">2</b> [[torneado]], aunque tal vez [[decorado con círculos o espirales]] λέχη <i>Il</i>.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ <i>Od</i>.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.<i>H</i>.4.83, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.<br /><b class="num">II</b> [[que gira]], [[que da vueltas]] κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.<i>Sphaer</i>.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.<i>D</i>.12.319, cf. 38.162. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:52, 20 July 2021
English (LSJ)
ή, όν, A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with… circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44. II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d’airain.
Étymologie: δῖνος.
Spanish (DGE)
(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.
Greek Monolingual
δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].
Greek Monotonic
δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δῑνωτός: обточенный в виде круга, закругленный: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.
Middle Liddell
adj [as if from δινόω
turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] covered all round with brazen plates, Il.