Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνάμεστος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμεστος Medium diacritics: ἀνάμεστος Low diacritics: ανάμεστος Capitals: ΑΝΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anámestos Transliteration B: anamestos Transliteration C: anamestos Beta Code: a)na/mestos

English (LSJ)

ον (fem. A -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.

German (Pape)

[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].

Greek Monotonic

ἀνάμεστος: -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα πράγμα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμεστος:
1) переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);
2) целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).

Middle Liddell


filled full, τινός of a thing, Dem.