ἀμάθητος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[ignorante]] Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto</i> Procop.<i>Arc</i>.6.11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαθητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμάθητος]], -ον)<br />αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[αμαθής]], [[αδαής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν εξασκήθηκε σε [[κάτι]], [[ασυνήθιστος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> [[απονήρευτος]], [[αγνός]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έγινε [[γνωστός]], δεν διαδόθηκε, [[ακοινολόγητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[μαθητός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔμαθον</i>, [[μανθάνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A = ἀμαθής, Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.Arc.6.
German (Pape)
[Seite 114] Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάθητος: -ον, = ἀμαθής, Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
ignorante Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto Procop.Arc.6.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.