γγαστρώνω: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[καθιστώ]] μια [[γυναίκα]] έγκυο<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μάς γγάστρωσε με την [[πολυλογία]] του»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γγαστρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]]<br />β) για άντρα ([[κοιλαράς]])<br />γ) <b>παροιμ.</b> «όλα του γάμου δύσκολα κι η [[νύφη]] γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[εγγαστρώνω]], με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>- ( | |mltxt=<b>1.</b> [[καθιστώ]] μια [[γυναίκα]] έγκυο<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μάς γγάστρωσε με την [[πολυλογία]] του»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γγαστρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]]<br />β) για άντρα ([[κοιλαράς]])<br />γ) <b>παροιμ.</b> «όλα του γάμου δύσκολα κι η [[νύφη]] γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[εγγαστρώνω]], με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[γδέρνω]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>εγδέρνω</i>, [[ρωτώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ερωτώ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) έγκυος
β) για άντρα (κοιλαράς)
γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].