επίπλοον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επίπλουν, το ή επίπλοος και [[επίπλους]], ο (Α [[ἐπίπλοον]] και ἐπίπλουν ή [[ἐπίπλοος]] και ἐπίπλους)<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρτρον]]. ο [[λιπώδης]] [[υμένας]] που καλύπτει την [[κοιλιά]] και τα [[σπλάγχνα]], κν. [[σκέπη]], [[μπόλια]], [[τσίπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα [[σπλάγχνα]] [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η υποτεθείσα [[σύνδεση]] της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. <i>pleve</i> «[[λεπτό]] [[δέρμα]]», ρωσ. <i>plevǻ</i> «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. <i>pleva</i> «[[βλέφαρο]]»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό <i>επί</i>, [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται [[μάλλον]] για ρηματ. όνομα του ρ. <i>επι</i>-[[πλέω]] «[[πλέω]] στην [[επιφάνεια]]» ( | |mltxt=και επίπλουν, το ή επίπλοος και [[επίπλους]], ο (Α [[ἐπίπλοον]] και ἐπίπλουν ή [[ἐπίπλοος]] και ἐπίπλους)<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρτρον]]. ο [[λιπώδης]] [[υμένας]] που καλύπτει την [[κοιλιά]] και τα [[σπλάγχνα]], κν. [[σκέπη]], [[μπόλια]], [[τσίπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα [[σπλάγχνα]] [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η υποτεθείσα [[σύνδεση]] της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. <i>pleve</i> «[[λεπτό]] [[δέρμα]]», ρωσ. <i>plevǻ</i> «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. <i>pleva</i> «[[βλέφαρο]]»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό <i>επί</i>, [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται [[μάλλον]] για ρηματ. όνομα του ρ. <i>επι</i>-[[πλέω]] «[[πλέω]] στην [[επιφάνεια]]» ([[πρβλ]]. και <i>ακρό</i>-<i>πλοος</i> «αυτός που πλέει ή κολυμπά στην [[επιφάνεια]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους)
ανατ. το δέρτρον. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα
νεοελλ.
ονομασία τών διπλώσεων του περιτοναίου που συνδέουν τα σπλάγχνα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λέξεως με σλαβικούς τύπους (λιθ. pleve «λεπτό δέρμα», ρωσ. plevǻ «λεπτή μεμβράνη», σλοβεν. pleva «βλέφαρο»), η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το α’ συνθετικό επί, είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για ρηματ. όνομα του ρ. επι-πλέω «πλέω στην επιφάνεια» (πρβλ. και ακρό-πλοος «αυτός που πλέει ή κολυμπά στην επιφάνεια»].