ευπινής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπινῶς</i> (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>πινής</i>].
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπινῶς</i> (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>πινής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:57, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐπινής, -ές (Α)
1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι
2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός
3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής
4. (για ύφος) απλό, αφελές
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινές
τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»
6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινής
εὐειδής».
επίρρ...
εὐπινῶς (Α)
κομψά, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσ-πινής].