εὔτοκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτοκος Medium diacritics: εὔτοκος Low diacritics: εύτοκος Capitals: ΕΥΤΟΚΟΣ
Transliteration A: eútokos Transliteration B: eutokos Transliteration C: eytokos Beta Code: eu)/tokos

English (LSJ)

ον, A bringing forth easily, Arist. HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.). 2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.

German (Pape)

[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].

Greek Monotonic

εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτοκος: легко рож(д)ающий (ἵππος τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.).

Middle Liddell

εὔ-τοκος, ον τίκτω
bringing forth easily, Arist.