ζυγοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζυγοστάτης]], Α δωρ. ζυγοστάτας)<br />ο [[ζυγιστής]], ο [[αρμόδιος]] για το [[ζύγισμα]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Δία) [[κριτής]], [[δικαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>στατης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>παρα</i>-[[στάτης]]].
|mltxt=ο (AM [[ζυγοστάτης]], Α δωρ. ζυγοστάτας)<br />ο [[ζυγιστής]], ο [[αρμόδιος]] για το [[ζύγισμα]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Δία) [[κριτής]], [[δικαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγό]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>στατης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>παρα</i>-[[στάτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοστᾰτης Medium diacritics: ζυγοστάτης Low diacritics: ζυγοστάτης Capitals: ΖΥΓΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: zygostátēs Transliteration B: zygostatēs Transliteration C: zygostatis Beta Code: zugosta/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A public weigher, Cod.Just.10.73.2 (iv A.D.), Artem.2.37: metaph., ὀρθὸς ὢν ζ., of Zeus, Cerc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοστάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἵστημι) ζυγιστής, δημόσιος ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὰ σταθμά, Ἀρτεμίδ. 2. 37, Βασιλικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux poids et balances.
Étymologie: ζυγόν, ἵστημι.

Greek Monolingual

ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας)
ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος
αρχ.
μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στατης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, παρα-στάτης].

Greek Monotonic

ζῠγοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), δημόσιος αξιωματούχος που επέβλεπε τα σταθμά, ζυγιστής.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοστάτης: ου (ᾰ) ὁ наблюдающий за весами, весовщик Sext.

Middle Liddell

ζῠγο-στᾰ́της, ου, ἵστημι
a public officer, who looked to the weights.