θηροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο [[κυνήγι]], Ευριπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλληλο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[θηροκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο [[κυνήγι]], Ευριπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>αλληλο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροκτόνος Medium diacritics: θηροκτόνος Low diacritics: θηροκτόνος Capitals: ΘΗΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: thēroktónos Transliteration B: thēroktonos Transliteration C: thiroktonos Beta Code: qhrokto/nos

English (LSJ)

ον, A killing wild beasts, epithet of Heracles, IG5(2).91 (Tegea); of Artemis, E.IA1570, Corn.ND3, Porph.Abst.1.22; ἐν φοναῖς θ. in the chase, E.Hel.154.

German (Pape)

[Seite 1210] Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.

Greek (Liddell-Scott)

θηροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία· ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους, Συλλ. Ἐπιγρ. 1531· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. ἐν κυνηγίῳ, Εὐρ. Ἑλ. 154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, κτείνω.

Spanish

matador de fieras

Greek Monolingual

θηροκτόνος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα
2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο κυνήγι, Ευριπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.

Greek Monotonic

θηροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. στο κυνήγι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηροκτόνος: убивающий диких животных: φοναί θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.

Middle Liddell

θηρο-κτόνος, ον κτείνω
killing wild beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the chase, Eur.