ισοκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοκόρυφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[κορυφή]], ίσο ύψος, [[ισοϋψής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει ίση [[αξία]], ίση [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ισάξιος]], [[ισοδύναμος]] («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-[[κόρυφος]], <i>μελαγ</i>-[[κόρυφος]].
|mltxt=[[ἰσοκόρυφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[κορυφή]], ίσο ύψος, [[ισοϋψής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει ίση [[αξία]], ίση [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ισάξιος]], [[ισοδύναμος]] («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), [[πρβλ]]. <i>μεγαλο</i>-[[κόρυφος]], <i>μελαγ</i>-[[κόρυφος]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής
2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο-κόρυφος, μελαγ-κόρυφος.